- κλαδεύματα
- κλᾰδ-εύματα, τά,A leaves stripped off, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλάδεμα — Το σύνολο των δενδροκομικών εργασιών που πραγματοποιούνται στα ξυλώδη φυτά, με σκοπό να ρυθμιστεί η ανάπτυξή τους ή η παραγωγή καρπών. Αντικείμενα του κ. μπορούν να είναι όλα τα μέρη του φυτού, όπως κλάδοι, κλαδίσκοι, φύλλα, ρίζες, καρποί, άνθη… … Dictionary of Greek